- αζωία
- η (Α ἀζωία) [ἄζωος]έλλειψη, απουσία ζωής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀζωία — ἀζωίᾱ , ἀζωία absence of life fem nom/voc/acc dual ἀζωίᾱ , ἀζωία absence of life fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζωίᾳ — ἀζωίᾱͅ , ἀζωία absence of life fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζωίας — ἀζωίᾱς , ἀζωία absence of life fem acc pl ἀζωίᾱς , ἀζωία absence of life fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζωίαν — ἀζωίᾱν , ἀζωία absence of life fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζωος — (I) η, ο (Α ἄζωος, ον) αυτός που δεν έχει μέσα του ζωή, ο χωρίς ζωντάνια, αποναρκωμένος, χαύνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζωή. ΠΑΡ. αζωία]. (II) η, ο (Α ἄζωος, ον) (για ξύλα, δέντρα κ.λπ.) αυτός που δεν περιέχει ζωύφια, σκουλήκια κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek